πρωτάρχων

πρωτάρχων
-οντος, ὁ, Α
ο πρώτος άρχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + ἄρχων, -οντος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρωτάρχοντα — πρωτάρχων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Херсонес Таврический — (Χερσόνησος ά ποτί τάν Ταυρικάν). История. Χ. в позднейшем (не раньше III в. по Р. Хр.) словоупотреблении Херсон (Χέρσων, откуда Корсунь) основан был Гераклеей Понтийской, черноморской колонией Мегары. К какому времени относится это основание,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • πρωτάρχοντας — ο, θηλ. πρωταρχόντισσα, Ν ο πρώτος άρχοντας, πρόκριτος, προεστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + άρχοντας. Η λ., στον λόγιο τ. πρωτάρχων, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • πρωταρχοντεύω — Α [πρωτάρχων, οντος] πρωταρχῶ* …   Dictionary of Greek

  • πρώταρχον — πρώταρχος primal masc acc sg πρωτάρχων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”